κοβάλτιο

κοβάλτιο
Χημικό στοιχείο με σύμβολο Co. Ανήκει στη δεύτερη υποομάδα της όγδοης ομάδας του περιοδικού συστήματος, με ατομικό αριθμό 27, ατομική μάζα 58,93 και σημείο τήξης 1.495°C. Έχει μόνο ένα σταθερό ισότοπο. Στον γήινο φλοιό, το κ. βρίσκεται σε πολλά ορυκτά, όπως στον κοβαλτίτη (CoAsS), τον σμαλτίτη (CoAs2) και το ασμπολάνιο, και συνοδεύεται πάντα από νικέλιο, σίδηρο και άργυρο, ενώ συναντάται και στους μετεωρίτες. Η ονομασία του φαίνεται ότι προήλθε από τη λέξη Kobold (πνεύμα του μεταλλείου) που χρησιμοποιούσαν πολύ παλιά για ένα ορυκτό από το οποίο δεν μπορούσαν να πάρουν μέταλλο. Το κ. λαμβάνεται με κοπιώδεις μεθόδους, ανάλογα με τα μέταλλα που περιέχονται ως άχρηστες προσμείξεις στα ορυκτά του. Γενικά, μετασχηματίζεται σε οξείδιο, το οποίο ανάγεται με αργίλιο (μέθοδος Γκόλντσμιθ) ή με άνθρακα. Το μεταλλικό κ. δεν παρασκευάζεται σε μεγάλες ποσότητες, γιατί ως καθαρό μέταλλο δεν έχει μεγάλο ενδιαφέρον, σε αντίθεση με τις ενώσεις του που παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Η μεγαλύτερη δυσκολία παρουσιάζεται στον χωρισμό του κ. από το νικέλιο, επειδή τα δύο μέταλλα μοιάζουν ως προς τη χημική τους συμπεριφορά. Το κ. είναι λαμπερό, αργυρόχροο, σκληρότερο από τον σίδηρο, με έντονες μαγνητικές ιδιότητες. Δεν αλλοιώνεται στον αέρα. Δίνει δύο σειρές ενώσεων, τα κοβαλτώδη που αντιστοιχούν στο δισθενές οξείδιο του κ. (CoO), και τα κοβαλτικά που αντιστοιχούν στο τρισθενές οξείδιο του κ. (Co2O3). Όλες οι ενώσεις του κ. εμφανίζουν χαρακτηριστικούς χρωματισμούς, κι αυτό επειδή το άτομο αυτού του στοιχείου έχει ασυμπλήρωτες ηλεκτρονικές στιβάδες. Τα άλατα του κ. χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία των χρωμάτων. Το οξείδιο του δισθενούς κ. έχει χρώμα πράσινο της ελιάς και χρησιμοποιείται στην κεραμική και στη βιομηχανία πορσελάνης, ενώ το αργιλούχο (μπλε του Τενάρ) χρησιμοποιείται στην κεραμική και στις ελαιογραφίες. Το νιτρικό και το χλωριούχο κ. χρησιμοποιούνται, το πρώτο ως υγρομετρικός δείκτης και το δεύτερο για την παρασκευή συμπαθητικής μελάνης, λόγω της ιδιότητάς τους να αλλάζουν χρώμα με τη μεταβολή των συνθηκών του περιβάλλοντος. Συγκεκριμένα, γίνονται ρόδινα σε υγρό και κυανά σε ξηρό περιβάλλον. Τόσο το δισθενές κ. όσο και το τρισθενές, ανάλογα με τα άλλα στοιχεία της όγδοης ομάδας, δίνουν σύμπλοκα (συνδιάταξη) που είναι και αυτά έγχρωμα. Το κ. χρησιμοποιείται και στην κατασκευή ειδικών χαλύβων· όταν ενωθεί με το χρώμιο, το βολφράμιο και το νικέλιο σχηματίζει κράματα πολύ ανθεκτικά στην οξείδωση και στη χρήση. Επειδή έχει ομοιότητες με το νικέλιο, χρησιμοποιείται και στην επικοβάλτωση, κατεργασία όμοια με την επινικέλωση, αλλά μεγαλύτερης αντοχής. Το κ. συμμετέχει στην κατασκευή του κράματος AlNiCo (αργίλιο, νικέλιο και κ.), το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στους μόνιμους μαγνήτες. Χρησιμοποιείται, επίσης, ως συνδετικό του ανθρακούχου βολφραμίου για τα εργαλεία. Τα άλατα του κ. με ρητινικά και ναφθενικά οξέα χρησιμοποιούνται ως στεγνωτικά στα βερνίκια, λόγω της ιδιότητάς τους να καταλύουν την οξείδωση, από μέρους του οξυγόνου της ατμόσφαιρας. Οι καταλυτικές ιδιότητες του κ. αξιοποιούνται και σε πολλές βιομηχανικές συνθέσεις, μεταξύ των οποίων περισσότερο ενδιαφέρουσα είναι η μέθοδος Φίσερ-Τροπς για τη σύνθεση των υδρογονανθράκων. Τα άλατα του κ. αναγνωρίζονται από το μπλε χρώμα τους, που παρουσιάζεται σε πυκνό διάλυμα υδροχλωρικού οξέος. Πάνω η κεφαλή και κάτω η τομή της, στην οποία φαίνεται (κέντρο) το φορτίο του ραδιενεργού ισοτόπου (60Co) του κοβαλτίου.
* * *
το
χημ. μεταλλικό χημικό στοιχείο, με σύμβολο Co, που ανήκει στα σιδηρομαγνητικά υλικά και αποτελεί συστατικό πολλών πυρίμαχων και μαγνητικών κραμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cobalt < γερμ. kobalt < μσν. άνω γερμ. kobolt < μσν. άνω γερμ. kobe «κλωβός, καλύβα» + -olt που πιθ. συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. holdo, «πνεύμα», επειδή το κοβάλτιο απαντά συχνά στο εσωτερικό αργυρομεταλλεύματος και τα αρχαία γερμανικά φύλα πίστευαν ότι τό τοποθετούσαν εκεί καλικάντζαροι που έκλεβαν το ασήμι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοβάλτιο — το χημικό στοιχείο από την ομάδα των μετάλλων, σκληρότερο από το σίδερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ολιγοστοιχεία — Χημικά στοιχεία που βρίσκονται στους ζωντανούς οργανισμούς σε χαμηλές συγκεντρώσεις (συνήθως χιλιοστά τοις εκατό ή λιγότερο). Ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα για να δηλώσει έναν αριθμό χημικών στοιχείων που περιέχονται σε διάφορα είδη εδαφών, σε… …   Dictionary of Greek

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • κοβαλτιοθεραπεία — η ιατρ. η χρησιμοποίηση τής ακτινοβολίας γ, που εκπέμπεται από το ραδιενεργό κοβάλτιο, για τη θεραπεία διαφόρων κακοήθων όγκων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. cobaltotherapie <… …   Dictionary of Greek

  • σιδηροπυρίτης — Ορυκτό του σίδηρου και του θείου (FeS2), πολύ διαδομένο στη φύση. Κρυσταλλώνεται στην παρημιεδρία του κυβικού συστήματος, προκαλώντας το σχηματισμό μιας ευρείας κλίμακας κρυσταλλικών μορφών· συνηθέστερες είναι η κυβική, η οκταεδρική, η… …   Dictionary of Greek

  • σφαιροκοβαλτίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ορυκτό ανθρακικό κοβάλτιο το οποίο κρυσταλλώνεται κατά το τριγωνικό σύστημα και απαντά σε μικρά συσσωματώματα με ακτινωτή διάταξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γερμ. Spharokobaltit < σφαίρα + Kobaltit (βλ. λ. κοβάλτιο)] …   Dictionary of Greek

  • Ωκεανία — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ολόκληρος ο νησιωτικός κόσμος που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό, εκτείνεται προς Α των νησιωτικών συγκροτημάτων της ανατολικής Ασίας, της Νέας Γουινέας και της Αυστραλίας και προς Δ των νησιών του ανατολικού… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοθεραπεία — Θεραπευτική μέθοδος, που χρησιμοποιεί τη βιολογική δράση των ιονιζουσών ακτινοβολιών, κυρίως των ακτίνων Χ. Βλ. λ. ακτινολογία. * * * η Ιατρ. η χρήση ακτίνων Χ ή ραδιενεργών ουσιών (όπως το ράδιο ή το κοβάλτιο 60) για τη θεραπεία μιας νόσου,… …   Dictionary of Greek

  • ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”